άπασπρος
(επίθ.)
άπασπρο
[ˈapaspro]
Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ.
Από το πρόθμ. απο- και το επίθ. άσπρος (ΙΛΝΕ, λ. ἄπασπρος). Κατά τους Κεσίσογλου (1951: 80), Αναστασιάδη (1976: 78) με εμφατική αναδίπλωση κατά το τουρκ. πρότυπο, πβ. μασ-μαύρος.