ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απεδά (επίρρ.) απεδά [apeˈða] Φλογ. απιδά [apiˈða] Μαλακ., Φάρασ., Φλογ. απερά [apeˈra] Αραβαν. απιδα̈́ [apiˈðæ] Φάρασ. χαπιδα̈́ [xapiˈðæ] Φάρασ. απιδέ [apiˈðe] Φάρασ. 'πιδα̈́ [piˈðæ] Αφσάρ. χαπιδέ [xapiˈðe] Φάρασ. απουγά [apuˈɣa] Μισθ. Μεσν. επίρρ. ἀπεδά, το οπ. από συνεκφ. της πρόθ. από και του επιρρ. εδά.
1. Από εδώ, από αυτή την κατεύθυνση ό.π.τ. : Απερά ας περάσουν τρία χαϊβάνια (Από εδώ ας περάσουν τρία ζώα) Αραβαν. -Dawk. Είπεν ντι κι η Παναΐα: «Απιδά το Χριστό δέβασαν ντα;» (Είπε η Παναγία: «Αποδώ πέρασαν τον Χριστό;») Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έκωσε απιδά, έκωσεν απιdζ̑ά, έδαdζ̑εν πουά νομάτοι (Γύρισε αποδώ, γύρισε αποκεί, δάγκωσε πολλούς ανθρώπους, ενν. ο σκύλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Απιδά αζ βγούμε και ας πάμε 'ς ένα χωριό (Ας βγούμε αποδώ και ας πάμε σ' ένα χωριό) Φλογ. -Dawk. Aπεδά σο τυρπί ουζάτα ιμιά το πουδάρι σ' (Aπό εδώ στην τρύπα άπλωσε λίγο το ποδάρι σου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Απουγά σου γουργούρι τ'νι είχαν ντυό χρυσά (Εδώ στον λαιμό τους είχαν δυο χρυσαφικά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φύι απουγά! (Φύγε αποδώ!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Aτό νι απουγά απιτσ̑ά (Aυτός είναι αποδώ κι αποκεί˙ αυτός είναι ασυνάρτητος, ανοργάνωτος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. απαπεδά :1, απαπεδώ, απεδώ, απεδώρτα
2. Με χρον. σημ., από αυτήν την στιγμή Φάρασ. : Απιδέ τσ̑ι τσ̑είθε (Από δω και πέρα) Φάρασ. -Αναστασ.
3. Στην θέση δεικτ. αντωνυμίας, από αυτόν Φάρασ., Φλογ. : Αbεgεί σο τσ̑εσ̑μέ αν πίεις νερό νίεσαι γαϊdούρ'· και απιδά σο σ̑ύκα αν φας ένα σ̑ύκα, βγάλλεις ένα κέρατο (Από εκείνη την βρύση αν πιεις νερό γίνεσαι γαϊδούρι· και από αυτήν την συκιά αν φας ένα σύκο βγάζεις ένα κέρατο) Φλογ. -Dawk. Πέρκι να νάρτει απιδέ ση στράτα (Ίσως να έρθει από αυτόν τον δρόμο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. απαπεδά :2, απεδώ