απεδώ
(επίρρ.)
απεδώ
[apeˈðo]
Ανακ.
απιδώ
[apiˈðo]
Μαλακ.
απεώ
[apeˈo]
Αξ.
απι’ώ
[apiˈo]
Αξ., Αραβ.
απι’ού
[apiˈu]
Τροχ.
απιδού
[apiˈðu]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
απερού
[apeˈru]
Αραβαν.
απιδί
[apiˈði]
Φάρασ.
χαπιδού
[xapiˈðu]
Φάρασ.
απουγού
[apuˈɣu]
Μισθ.
απουρώ
[apuˈro]
Σίλ.
οπουρώ
[opuˈro]
Σίλ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀπεδῶ, το οπ. από την συνεκφ. της προθ. ἀπό και του τοπ. επιρρ. εδώ. Οι τύπ. απουγού και απουρώ από το μεσν. επίρρ. ἀποδῶ (πβ. Χρον. Μορ. P 6772).
1. Τοπικώς, αποδώ, από αυτήν την μεριά
ό.π.τ.
:
Σήκ' απιδού σα ποράδε σου πάνου
(Σήκω αποδώ όρθια στα ποδάρια σου)
Φάρασ.
-Dawk.
Βούλα πήρεν ντα, απεώ 'βγι̂ν
(Τα πήρε όλα, βγήκε αποδώ)
Αξ.
-Dawk.
Γεμάτο αμάξια, έχ τσ' απουγού τσ' απιτσ̑ού
(Γεμάτο αμάξια, έχει κι αποδώ κι αποκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντα χτηνά απουγού παίρισκαν ντα, καταβάισκαν ντα, πηάισκαν ντα τσ̑άχ Tούμπα
(Tα γελάδια τα έπαιρναν αποδώ, τα κατέβαζαν, τα πήγαιναν μέχρι την Τούμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Απουγού 'πέσ' ντε μπόρ' να σι βγάλ’ κανείς
(Αποδώ απομέσα δεν μπορεί να σε βγάλει κανένας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οπουρώ σε σας μέψουσι όξου
(Aποδώ θα σας στείλουν έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απουρώ πιο ουτζούγια ήτανε
(Aπό 'δώ πιο φτηνά ήτανε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Απέρα έπ'κα, απεκεί έπ'κα, εν σονουνdα έμbα ασ' σο τσ̑ούχος απέσω
(Προσπάθησα από δω, προσπάθησα αποκεί και στο τέλος πέρασα από την άλλη πλευρά του τοίχου˙ Έκανα πολλές και διάφορες απόπειρες και τελικά τα κατάφερα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
απαπεδά :1, απαπεδώ, απεδά, απεδώρτα
2. Χρονικώς, αποδώ, από αυτό το χρονικό σημείο
Φάρασ.
:
Απιδού 'στέρου να 'υριστούμε τζ̑ας είμεστε ση φωλέ μας
(Από εδώ και ύστερα να γυρίσουμε όπως είμαστε στην φωλιά μας)
Φάρασ.
-Παπαδ.
3. Στην θέση δεικτ. αντωνυμίας, από αυτόν
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Τζ̑αι απιδού στην άκρα ο παππούκα μου τζ̑ο μπόρκιν να ’υριστεί ξοπίσω
(Και από αυτήν την αιτία ο παππούλης μου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Απιδού στην άκρα κρούμε τα στσ̑υλία, τζ̑αι σκοτώνομέν ντα
(Γι’ αυτήν την αιτία χτυπάμε τα σκυλιά και τα σκοτώνουμε)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήτουν αντέτι ατζ̑είνοι του πίνκανε κρασί, να φέρουν σο τραπέζι τουνε γ̇ιρμάιδες, σιτζ̑ούκε, καρύδε, σταφίδες τα φσόκκα τα κορτσόκκα, οι ναίτζ̑ες τρώνκαν, πίνκαν απιδού
(Ήταν συνήθεια αυτοί που έπιναν κρασί, να φέρνουν στο τραπέζι τους μουστόπιτες, σουτζούκια, καρύδια, σταφίδες· τα αγοράκια, τα κοριτσάκια, οι γυναίκες έτρωγαν, έπιναν από αυτά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'γώ που να σε βκάλω άπιδού 'ς τον ταλασ̑ά
(Εγώ οπωσδήποτε θα σε βγάλω από αυτήν την στεναχώρια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πι-έτε απιδί
(Πιείτε απ' αυτό εδώ = Ματθ. 3.27 Πίετε ἐξ αὐτοῦ)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
απαπεδά :2, απεδά