ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απεκεί (επίρρ.) απεκεί [apeˈci] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλατ., Τελμ. 'πεκεί [peˈci] Τελμ. αbεgεί [abeˈɟi] Τελμ., Φλογ. αbετζ̑εί [abeˈdʒi] Κίσκ., Φλογ. απιτσ̑εί [apiˈtʃi] Τσουχούρ., Φάρασ. απιτζ̑εί [apiˈdʒi] Φάρασ. αbιτζ̑εί [abiˈdʒi] Κίσκ., Φάρασ. απεκιού [apeˈcu] Τροχ., Φλογ. απικιού [apiˈcu] Μαλακ. απεκού [apeˈku] Μαλακ., Ουλαγ. απιτσ̑ού [apiˈtʃu] Μισθ. επιτσ̑ού [epiˈtʃu] Μισθ. Από το μεσν. επίρρ. ἀπεκεῖ (ήδη από τον 10ο αι.), το οπ. από την πρόθ. ἀπό και το επίρρ. ἐκεῖ, όπου και τύπ. εκού, εκιού.
1. Ως τοπ. επίρρ., από εκεί ό.π.τ. : Ένα μέρα πήγεν σο βουινί· απεκεί τράνσεν γκι ένα μέγα σαράι (Μιά μέρα πήγε στο βουνό· αποκεί είδε κι ένα μεγάλο παλάτι) Σίλατ. -Dawk. «Σήκουσαν μας», λέ', «επιτσού πάλ’», λέ', «Aνέβασαν μας σου παμbούρ'» («Μας σήκωσαν», λέει, «αποκεί πάλι», λέει, «Mας ανέβασαν στο βαπόρι») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσ' ένα σαβάρ' ξεκίνησα απεκεί απ' τους σταύλους (Κι ένα βράδυ ξεκίνησα αποκεί από τους στάβλους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Απεκεί πέρνασε ντεβετζ̑ήρε και είραν το κορίσ̑' (Από εκεί πέρασαν καμηλιέρηδες και είδαν το κορίτσι) Γούρδ. -Dawk. Έτρεξεν κατόπ'σα τ', qοβαλάτ'σεν ντο αbεgεί (Την κυνήγησε (την αλεπού) τρέχοντας, την έδιωξε αποκεί) Φλογ. -Dawk. Ιτούτα τ’ αδέλφια έφ'γανι απικιού κι πήγαν ’ς ένα άλλου τόπους (Ετούτα τ' αδέλφια έφυγαν από εκεί και πήγαν 'ς έναν άλλον τόπο) Μαλακ. -Dawk. Ε, τσ̑όαν ένα παπάς απιτσ̑ού απ' του χωριό τ'νι (Ε, ήταν ένας παπάς αποκεί από το χωριό τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντου τσαμούρι τ’ αν ντεν εί' επιτσ̑ού, ό,τι κρεύεις χάνω (Αν η φάρα του δεν είναι αποκεί, χάνω ότι θέλεις, ενν. στο στοίχημα) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Ατό επιτσ̑ού ντου ηύρις (Αυτό αποκεί το βρήκες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απιτσού σηκώχαν, ήρταν τσ̑αουζού (Αποκεί σηκώθηκαν, ήρθαν καταδώ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Επιτσού για'ί έκρεξαν να φύγ'νι να έρθ'νει τσαού; (Από εκεί γιατί θέλησαν να φύγουν, να έρθουν εδώ;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απιτσ̑εί είπεν τι το πουλί (Από εκεί το πουλί του είπε) Φάρασ. -Παπαδ. Εκείνα έμαχαν τα απιού απεκιού (Εκείνοι τα έμαθαν αποδώ αποκεί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Τσ̑άπου παρπατεί το ποτάμι, απιτσ̑εί 'α πεις νερό (Από όπου ρέει το ποτάμι, αποκεί θα πιείς νερό˙ να εμπιστεύεσαι μόνο τους δραστήριους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απεκειά, απεκείορτα, αποπεκεί
2. Ως χρον. επίρρ., μετά από εκείνη την στιγμή, κατόπιν ό.π.τ. : Απεκεί σόνgρα πήγε σο σπίτσ̑ι ντου (Κατόπιν πήγε στο σπίτι του) Αραβαν. -Dawk. Απεκού μπίνσε ντο άλογο, και πήγε (Μετά καβάλησε το άλογο και πήγε) Ουλαγ. -Dawk. Επιτσ̑ού του παιί πήγιν σου κ͑ονάχ' (Τότε το αγόρι πήγε στο παλάτι) Μισθ. -Dawk. Επιτζ̑ού, «Ισ̑ύ ακ͑'λι̂́ 'σαι», του κορίτσ̑' λέ' ντα του παιί (Τότε το κορίτσι λέει στο αγόρι: «Εσύ είσαι έξυπνος») Μισθ. -Dawk. Φι'άνκινι το σ̑έρι του, απιτσ̑εί υστέρικκου θέλ’κιν να κατσ̑έψουν (Φίλαγε το χέρι του, ενν. του πεθερού, και από τότε και εξής επιτρεπόταν να μιλήσουν, ενν. οι νύφες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Απεκεί σόνgρα (Από εκεί μετά˙ μετά από αυτό, κατόπιν) Αραβαν. -Dawk. Συνών. απεκειά, εκτότε, σόνγκρα, ύστερα, υστεριανάς, υστέρου
3. Ως επιθετικός προσδιορ., από εκείνον, -η, -ο Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. : Αbεgεί σο τσ̑εσ̑μέ αν πίεις νερό νίεσαι γαϊdούρ· και απιδά σο σ̑ύκα αν φας ένα σ̑ύκα, βγάλλεις ένα κέρατο (Από εκείνη την βρύση αν πιεις νερό γίνεσαι γαϊδούρι· και από αυτήν την συκιά αν φας ένα σύκο βγάζεις ένα κέρατο) Φλογ. -Dawk. Εκεί είνdαι κι άλλα πολλά τέλια· τράφ'σεν απεκεί σα τέλια πολλά και δώκεν ντα σο παιδί (Εκεί είναι κι άλλα πολυτελή πράγματα· τράβηξε από αυτά τα πολυτελή πράγματα και τα έδωσε στο παιδί) Σίλατ. -Dawk. Ύστερα εgεί ντο φσ̑άχ' ξέβεν αbεgεί σο χωριό, πήγεν ’ς ένα άλλο χωριό (Ύστερα εκείνο το παιδί έφυγε από εκείνο το χωριό, πήγε σ' ένα άλλο χωριό) Φλογ. -Dawk. Τρία μήνες 'σ' το φόβο τουνε απιτζ̑εί τη στράτα χετς τζ̑o δεβαίνκαν (Τρεις μήνες από τον φόβο τους δεν πέρναγαν καθόλου από εκείνον τον δρόμο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'πεκεί το δένdρο, λέισκαν, έκαναν του Χριστού το σταυρό (Aπό εκείνο το δέντρο, έλεγαν, έκαναν τον σταυρό του Χριστού) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τσ̑άπ' 'α φυσήνεμος, κώθει απιτσ̑εί τη μερα̈́ (Από όπου φυσήξει ο άνεμος, γυρίζει από εκείνη την μεριά˙ για ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα γνώμη-στάση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.