απαπού
(επίρρ.)
απαπού
[apaˈpu]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
'παπού
[paˈpu]
Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
απού
[aˈpu]
Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
απεπού
[apeˈpu]
Ανακ.
Από την συνεκφ. της πρόθ. από και του τοπ. επιρρ. πού. Ο τύπ. απαπού αντί αποπού αναλογ. κατά τα απαπάνω, απαπέσω, απαπέξω κ.τ.ο. Ο τύπ. απού με απλολογική ανομοιωτ. αποβολή της παραλήγουσας. O τύπ. απεπού από ήδη μεσν. τύπ. ἀπέ της πρόθ. από.
Ερωτηματ. τοπ. επίρρ. για ερωτήσεις προελεύσεως, από πού, πόθεν
ό.π.τ.
:
Απαπού ήρτσ̑ες, και τσ̑ι αραdίεις;
(Από πού ήρθες και τι γυρεύεις;)
Τελμ.
-Dawk.
Ρώτ'σ̑εν ντo απαπού έρχονdαι
(Τον ρώτησε από πού έρχονται)
Γούρδ.
-Dawk.
-'παπού έρισι;
(Από πού έρχεσαι;)
Μισθ.
-Φατ.
Απαπού τα πήρε ετούτα τα παράγια;
(Από πού τα πήρε αυτά τα λεφτά;)
Αξ.
-Dawk.
Απού το πήρες;
(Από πού το πήρες;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ετά ντα παράδια απού ντα qαζάνσες;
(Αυτά τα λεφτά από πού τα κέρδισες;)
Φλογ.
-Dawk.
Απεπού ’σαι; Ασ' σην Ανακού ’σαι;
(Από πού είσαι; Από την Ανακού είσαι;)
Ανακ.
-Cost.
'παπού έρτσεσαι τζ̑αι πού παγαίνεις, ε γιο μου;
(Από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις, ε γιέ μου;)
Φάρασ.
-Grég.
-Έχεις κανείνα; -Κανείνα ντεν έχου. -Ε καλά, 'παπού ήρτις;
(-Έχεις κανέναν; -Κανέναν δεν έχω. -Ε καλά, από πού ήρθες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσοπάνε, η στράτα 'παπού πα;
(Τσοπάνε, ο δρόμος από πού πάει;)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
απαπούρτα, απούθε
β.
Ειδικότ., για ερωτήσεις καταγωγής
Σίλατ.
:
'παπού γένος είσαι;
(Από ποια γενιά είσαι;
)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.