απαράδοτος
(επίθ.)
απαράδιτος
[apaˈraðitos]
Σινασσ.
μπαράθετο
[baˈraθeto]
Σινασσ.
Μεταγν. επίθ. ἀπαράδοτος.
Αυτός που δεν παραδίδεται, άπαρτος, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Διπλόν τριπλόν χτισμένο μολυβόχτιστο
Σίδερον καρφωμένο κι απαράδιτον ( Διπλο- τριπλοχτισμένο, μολυβόχτιστο (ενν. κάστρο)
σιδεροκαρφωμένο κι απαράδοτο) Σινασσ. -Παχτ.
Σίδερον καρφωμένο κι απαράδιτον ( Διπλο- τριπλοχτισμένο, μολυβόχτιστο (ενν. κάστρο)
σιδεροκαρφωμένο κι απαράδοτο) Σινασσ. -Παχτ.