τεσλίμι
(ουσ. ουδ.)
τ͑εσλίμι
[tʰesˈlimi]
Σατ., Φάρασ.
τεσλίμ'
[tesˈlim]
Μπέηκ., Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. τεσλίμι (Mackridge 2021: 55), το οπ. από το τουρκ. ουσ. teslim = α) παράδοση, απόδοση β) παράδοση, εγκατάλειψη μάχης.
1. Ως ουσ., παράδοση
ό.π.τ.
:
Όποτε κρεύ' καρδιά σ', με τα χέρια μ' να σε δώκω τεσλίμ'
(Όποτε θέλει η ψυχή σου, με τα χέρια μου να σε παραδώσω)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
β.
Ειδικότ., παράδοση σε μάχη
Φάρασ.
2. Ως επίθ., παραδομένος,
:
Τεσλίμ' νίσκομαι
(Παραδίνομαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
ένdουν τ͑εσλίμι
(παραδόθηκε)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ