τεστόκκο (II)
(ουσ. ουδ.)
τεσ̑τόκκου
[teˈʃtoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. τέστι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή σκάφη
Συνών.
γουρνί