τεχλικελούς
(επίθ.)
τ͑εχλικ͑ελούς
[tʰexlikheˈlus]
Φάρασ.
τ͑α̈χλικ͑α̈λούς
[tʰæxilkʰæˈlus]
Αφσάρ.
τεχλικελί
[texliceˈli]
Ουλαγ.
Πληθ.
τεχλικαλι̂́δια
[texlikaˈlɯðʝa]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. tehlikeli = επικίνδυνος.
Επικίνδυνος
ό.π.τ.
:
Ιτό πολύ τεχλικελί όγρο 'ναι
(Αυτό είναι πολύ επικίνδυνη δουλειά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έι, αδελφέ, εσένα σαλντούν σε σα τεχλικαλι̂́δια σα τόπους, να σε öλντϋρντίσουν
(Έι αδελφέ, εσένα σε στέλνου στους επικίνδυνους τόπους, για να σε σκοτώσουν)
Τελμ.
-Dawk.