ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τετιργκίνι (ουσ.) τ͑ετ͑ιργκίνι [tʰetʰirˈɟini] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. tedirgin = α) ξεβολεμένος β) αναστατωμένος γ) ενοχλημένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tetirgin = αδέσποτος.
Σκορπισμένος, διαλυμένος : 'ίνουμαι τετιργκίνι (Διαλύομαι, σκορπίζομαι) Φάρασ. -Αναστασ.Τ