τετιργκίνι
(ουσ.)
τ͑ετ͑ιργκίνι
[tʰetʰirˈɟini]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. tedirgin = α) ξεβολεμένος β) αναστατωμένος γ) ενοχλημένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tetirgin = αδέσποτος.
Σκορπισμένος, διαλυμένος
:
'ίνουμαι τετιργκίνι
(Διαλύομαι, σκορπίζομαι)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ