τεστέρου
(επίρρ.)
τεστέρου
[teˈsteru]
Φάρασ.
Από το επιτατικό μόρ. τε και το επίρρ. ’στέρου (Ανδριώτης 1948: 68).
Πιο ύστερα, αργότερα
Φάρασ.