τεσελλέ
(ουσ. ουδ.)
τεσελ-λέ
[teselˈle]
Αραβαν.
Από την τουρκ. φρ. teselli (vermek) = παρηγορώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. teselle.
Παρηγοριά
:
Έτρεξαν κοντά τ’ να το ντώκουν τεσελλέ
(Έτρεξαν κοντά του για να του δώσουν παρηγοριά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
παραδέβασμα