τεσκιλάτης
(ουσ. αρσ.)
τεσκιλάτ'ς
[tesciˈlats]
Αξ.
τ͑εσκιλέτ
[tʰesciˈlet]
Μισθ.
τεσκιλιάτ'
[tesciˈʎat]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. teşkilat = οργάνωση, συγκρότηση.
Πάρεδρος, σύμβουλος προέδρου κοινότητας
ό.π.τ.