ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τέρσης (επίθ.) τ͑έρσης [ˈtʰersis] Σίλ. τ͑έρσι [ˈtʰersi] Φάρασ. τ͑α̈́ρσι [ˈtʰæsi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ters = α) ως ουσ., ανάποδη, αντίστροφη ή πίσω πλευρά β) ως επίθ. ανάποδος, αντίθετος, μέσα-έξω.
Ανάποδος, στραβός ό.π.τ. : τ͑έρσης άρτουπους (ανάποδος άνθρωπος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6