τέρσης
(επίθ.)
τ͑έρσης
[ˈtʰersis]
Σίλ.
τ͑έρσι
[ˈtʰersi]
Φάρασ.
τ͑α̈́ρσι
[ˈtʰæsi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ters = α) ως ουσ., ανάποδη, αντίστροφη ή πίσω πλευρά β) ως επίθ. ανάποδος, αντίθετος, μέσα-έξω.
Ανάποδος, στραβός
ό.π.τ.
:
τ͑έρσης άρτουπους
(ανάποδος άνθρωπος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6