τερλίκα
(ουσ. ουδ.)
τερλίκα
[terˈlika]
Αξ., Αραβ., Φλογ.
ταρλίκια
[tarˈlica]
Μισθ.
τ͑αρλίκια
[tʰarˈlica]
Μισθ.
Aπό το ουσ. τερλίκι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
β.
Σκούφος
Μισθ.
:
|| Φρ.
Xέσου 'ς βαβά σ' ταρλίκια
(Να χέσω στου πατέρα σου τον σκούφο
˙
βρισιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Η σκούφια που φορούσε το βρέφος
Φλογ.
3. Κρυψώνας μέσα στο πηγάδι
Αξ., Μισθ.