τερεκές
(ουσ. αρσ.)
τ͑ερεκ͑ές
[tʰereˈkhes]
Φάρασ.
τ͑α̈ρα̈κ͑α̈́ς
[tʰærækhæs]
Από το τουρκ. ουσ. tereke = α) περιουσία αποθανόντος β) πώληση αυτής γ) κληρονομιά.
Κληρονομιά, μοιρασιά κληρονομιάς
Συνών.
βασιγέτι :1, μιράσι :1