μιράσι
(ουσ. ουδ.)
μιράσι
[miˈrasi]
Γούρδ.
μιράσ’
[miˈras]
Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ.
μερέσι
[meˈresi]
Σίλ., Φάρασ.
μα̈ρα̈́σι
[mæˈræsi]
Αφσάρ., Φάρασ.
μιρέσ’
[miˈres]
Ανακ., Δίλ., Σίλατ.
Πληθ.
μιρέσια
[miˈresça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. miras= κληρονομιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. meres, το οπ., αν και ετυμολογείται από το αραβ. mīrāṯ, ίσως συνδέεται απώτερα με το ελλ. ρ. μοιράζω (Nişanyan 2002-2010, λ. miras). Πβ. νεότ. μοιράσι = μερίδιο (Λεξ. Κριαρ.)
1. Κληρονομιά
ό.π.τ.
:
Είχαν το μιρέσ' ασ' σα παππούδε τουν
(Το είχαν κληρονομιά από τους παππούδες τους)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Το ολoύμ χακ ’ναι, το μιράς χαλάλ ‘νι
(Ο θάνατος δίκαιος είναι, η κληρονομιά χαλάλι είναι˙ λέγεται όταν πρόκειται να κανονίσουν μιά διαθήκη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
βασιγέτι :1, τερεκές
2. Μερίδιο κληρονομιάς
Σίλ., Σινασσ.
:
Ούλουν του μερέσιν του μέρασεν τα
(Όλο του το μερίδιο το μοίρασε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Κληρονομηθέν αντικείμενο
Ανακ., Δίλ.
:
Ένα μιρέσ’ αλτινί
(χρυσό φλουρί από κληρονομιά, το οποίο κρεμούσαν ως φυλακτό στον λαιμό του παιδιού που έπασχε από ίκτερο
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Μοιρασιά
Σίλ.
:
Μερέσι απάνου ποίκασι γαβγά
(Πάνω στη μοιρασιά μάλωσαν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μοιρασιά