ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισίδι (ουσ. ουδ.) μισίδι [miˈsiði] Γούρδ., Σινασσ. μισίδ' [miˈsið] Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. μισ̑ίδ’ [miˈʃið] Ανακ. μισ̑ίρ' [miˈʃir] Αραβαν., Γούρδ. μισ̑ίγ΄ [miˈʃiʝ] Αξ., Μισθ. μισ̑ίθ’ [miˈʃiθ] Σίλατ. μισ̑ίτ’ [miˈʃit] Φερτάκ. Πληθ. μισίδια [miˈsiðʝa] Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. μισ̑ίδια [miˈʃiðʝa] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. μισ̑ί’α [miˈʃia] Φερτάκ. μισ̑ί’ια [miˈʃiia] Μισθ. μισίγια [miˈsiʝa] Αξ. Μεσν. ουσ. μισίδια, τα = χαρακτηριστικά του προσώπου, πβ. το μεσν. σύνθετο ἀναχεσομίσιδος και ἀναχεσομούσουδος = με χεσμένα μούτρα (Λεξ. Κριαρ., λ. ἀναχεσομούσουδος). Η λ. αποτελεί προφανώς πρόγονο της κοινής (ήδη μεσν.) λ. μουσούδι, με ομαλή τροπή [i] > [u] (πβ. σύσσημο > σουσούμι)· εσφαλμένη η κοινώς παραδεκτή ετυμολόγ. της λ. μουσούδι από το ιταλ. muso (Λεξ. Ανδριώτη). Κατά τον Αρχέλαο (1885: 254) από το επίθ. μισός και το ουσ. ειδή. Κατά τους Φαρασόπουλο (1895: 120) και Κρινόπουλο (1889: 55) από το αμαρτ. ουσ. ἡμισίδιον. Σύμφωνα με το Λεξ. Γιανναρ. (λ. Zug, σ. 1331) από το ν.ε. διαλεκτ. μοιασίδι (πβ. μοιασίδα ‘χαρακτηριστικά ομοιότητα’ Πόντος, μοιασίδι ‘ομοιότητα’, Σάμος, Ικαρία). Η λ. πιθ. από το ποντ. ουσ. τα μισ̑ία = χείλια και μύτη, μυτόχειλα, όπου και τύπ. μουσ̑ία, η (γραφ. Μουσσία, Αμισσός) (Ανέκδοτο Αρχείο ΙΛΝΕ), το οπ. λανθασμένα ανάγεται στο ιταλ. ουσ. mischia = ανάμειξη (Παπαδόπουλος 1958-1961: λ. μισ̑ία).
1. Πρόσωπο, μούτρο-μούτρα Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τροχ. : Ου ανάθεμά την, το τούρκο το τσάρ' και το γιασμάχ'· εγώ μισίδια δεν τα φαρακώνω (Ου ανάθεμά της, την τούρκικη καλύπτρα και το γιασμάκι· εγώ το πρόσωπό μου δεν το καλύπτω) Σινασσ. -Τακαδόπ. Για να μη διεί του Τούρκ΄ τα μισίδια δώκεν τον κοκινιό της (Για να μη δει του Τούρκου τα μούτρα, έδωσε τον κόκκορά της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τράν'σες σο τσάϊ τα μισίδια σ'; (Είδες τα μούτρα σου στον καθρέφτη;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Ανάθεμα τα μισ̑ίδια σ’ (Ανάθεμα τα μούτρα σου˙ ύβρις συνοδευόμενη από μούντζα) Ανακ. -Κωστ.Α. Κατέβασεν ντα μισίγια τ’ (Κατέβασε τα μούτρα του˙ κατσούφιασε, θύμωσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρέμασαν τα μισίδια του (Κρέμασαν τα μούτρα του˙ κατσούφιασε) Σινασσ. -Βλασ. Δεν έχω μισίδια να… (Δεν έχω μούτρα να…˙ ντρέπομαι λόγω ενοχής να…) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Όποιος αναγελά τους μεγάλους, αναγελά τα μισίδια τ' (Όποιος κοροϊδεύει τους ηλικιωμένους, κοροϊδεύει τα μούτρα του˙ η αγένεια προς τους ηλικιωμένους προδίδει έλλειψη αγωγής) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γκαλάκι, μάγουλο :3, μπενίζι :2, πρόσωπο, χαραγή
2. Στον πληθ. συνήθ., μάγουλα Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. : Πρήκ’καν τα μισίδια τ’ (Πρήστηκαν τα μάγουλά του) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντε τρώγω μήλα γιατσ̑ί μοιάζουμ πατισ̑αχιού κοριτσ̑ού τα μισ̑ίρια (Δεν τρώω μήλα, γιατί μοιάζουν με τα μάγουλα της κόρης του βασιλιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τι όμουρφα μισία έεις (Τι όμορφα μάγουλα που έχεις) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιανάκι, μάγουλο :1, χαραγή