ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκαλάκι (ουσ. ουδ.) γκαλάκ' [ga'lak] Ουλαγ. γκαλάγι̂ [gaˈlaɣɯ] Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalak = α) ρουθούνι β) κέρατο γ) στεφάνι μαλλιών (Redhouse), όπου και τύπ. galak.
Πρόσωπο, μούρη : Ντράνα 'μιας το γκαλάγι̂ σ' γκαι σόgνα λάλ’ (Κοίτα μία το μούτρο σου και μετά μίλα) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. μάγουλο, μισίδι, μπενίζι :2, πρόσωπο, χαραγή
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025