γκαλάκι
(ουσ. ουδ.)
γκαλάκ'
[ga'lak]
Ουλαγ.
γκαλάγι̂
[gaˈlaɣɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalak = α) ρουθούνι β) κέρατο γ) στεφάνι μαλλιών (Redhouse).