γκαλάκι
(ουσ. ουδ.)
γκαλάκ'
[ga'lak]
Ουλαγ.
γκαλάγι̂
[gaˈlaɣɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalak = α) ρουθούνι β) κέρατο γ) στεφάνι μαλλιών (Redhouse).
Πρόσωπο, μούρη
:
Ντράνα 'μιας το γκαλάγι̂ σ' γκαι σόgνα λάλ'
(Κοίτα μία το μούτρο σου και μετά μίλα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
μάγουλο :3, μισίδι :1, μπενίζι :2, πρόσωπο, χαραγή