ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκαλάκι (ουσ. ουδ.) γκαλάκ' [ga'lak] Ουλαγ. γκαλάγι̂ [gaˈlaɣɯ] Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalak = α) ρουθούνι β) κέρατο γ) στεφάνι μαλλιών (Redhouse).
Πρόσωπο, μούρη : Ντράνα 'μιας το γκαλάγι̂ σ' γκαι σόgνα λάλ' (Κοίτα μία το μούτρο σου και μετά μίλα) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. μάγουλο :3, μισίδι :1, μπενίζι :2, πρόσωπο, χαραγή