ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεβεζές (επίθ.) γκεβεζές [ɟeveˈzes] Σίλ. κεβεζές [ceveˈzes] Σινασσ., Φάρασ. κα̈βα̈ζα̈́ς [kævæˈzæs] Αφσάρ., Τσουχούρ. γκεβεζέ [ɟeveˈze] Μαλακ., Μισθ. Θηλ. γκεβεζού [ɟeveˈzu] Σινασσ. κεβεζού [ceveˈzu] Φάρασ. κα̈βα̈ζού [kævæˈzu] Αφσάρ., Τσουχούρ. Πληθ. γκεβεζέδια [ɟeveˈzeðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. geveze = φλύαρος.
Φλύαρος ό.π.τ. Συνών. λαφαζάνος, λαφτσής, μποσμπογάζι :1