γκεβεζές
(επίθ.)
γκεβεζές
[ɟeveˈzes]
Σίλ.
κεβεζές
[ceveˈzes]
Σινασσ., Φάρασ.
κα̈βα̈ζα̈́ς
[kævæˈzæs]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
γκεβεζέ
[ɟeveˈze]
Μαλακ., Μισθ.
Θηλ.
γκεβεζού
[ɟeveˈzu]
Σινασσ.
κεβεζού
[ceveˈzu]
Φάρασ.
κα̈βα̈ζού
[kævæˈzu]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Πληθ.
γκεβεζέδια
[ɟeveˈzeðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. geveze = φλύαρος.