γισκαλακόκκο
(ουσ. ουδ.)
γ̇ισκαλακόκκο
[ɣiskalaˈkoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. γισκαλάκι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Κολοκυθάκι
:
|| Φρ.
γ̇ισκαλακόκκου η σαρακοστή
(Σαρακοστή του κολοκυθακίου˙ νηστεία πριν την εορτή των Αγ. Αποστόλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
γ̇ισκαλακόκκου ο Πάσκας
(Το Πάσχα του κολοκυθακίου˙ η εορτή των Αγ. Αποστόλων στις 29 και 30 Ιουνίου)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
γαπαχόκκο