γιριντί
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γι̂ρι̂ντίγια
[ɣɯrɯˈdiʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kırıntı = α) ψίχουλο β) θρύμμα.