γιρνάζ
(επίθ.)
γι̂ρνάζ̑
[ʝɯrˈnaʒ]
Μισθ.
γουρνάζη'
[ʝurˈnazi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kırnaz = τσιγκούνης, μίζερος (THADS, λ. kırnaz Ι).
2. Βαρετός
Μισθ.