γιρνάζ
(επίθ.)
γι̂ρνάζ̑
[ʝɯrˈnaʒ]
Μισθ.
γουρνάζη’
[ʝurˈnazi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kırnaz = τσιγκούνης, μίζερος.
2. Βαρετός
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025