γιρίχος
(ουσ.)
γι̂ρι̂́χος
[ɣɯˈrɯxos]
Αξ., Φάρασ.
γι̂ρι̂́χ'
[ɣɯˈrɯx]
Αραβαν.
γ̇ερι̂́χος
[ɣeˈrɯxos]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kırık = α) σπασμένος, ραγισμένος β) ως ουσ., σπάσιμο γ) μιγάς δ) ιδιωματ.-αργκό, εραστής.
Μοιχός, αγαπητικός, εραστής
ό.π.τ.
:
σ̑αίρεdαι η ναίκα κι: «Κοριαίνε ο γιο μου· άβ' να φέρω το γι̂ρι̂́χο μου»· ήφαρεν το γι̂ρι̂́χον ντου, ο γι̂ρι̂́χος προστσ̑ύν'σε σημ παργκαμίνα
(Η γυναίκα χαίρεται: «Ο γιος μου τυφλώθηκε· στο εξής θα φέρνω (άνετα στο σπίτι) τον εραστή μου». Έφερε τον εραστή της […] Ο εραστής κοιμήθηκε πλάι στην εστία)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το πιάν' ομούσ̑' σο γι̂ρι̂́χ’-ı-τ', νίσ̑κεται ασ' το άνdρα τ'
(Αυτή που πιάνει ελπίδα στον ερωμένο της, γίνεται από τον άντρα της ˙ όποια βασίζεται στον ερωμένο της, χάνει τον άντρα της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγαπώ :1, γερένης :2, φίλαντρος :1, χουβαρντάς :2