γερένης
(ουσ. αρσ.)
γερένος
[ʝeˈrenos]
Φάρασ.
γερέν
[ʝeˈren]
Ουλαγ.
Θηλ.
γερένισσα
[ʝeˈrenisa]
Σίλ.
γερέντσ̑α
[ʝeˈrentʃa]
Φάρασ.
Πληθ.
γερένια
[ʝeˈreɲa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yaren = στενός φίλος.
1. Φίλος
ό.π.τ.
:
Aς γενούμ' γερένια
(Ας γίνουμε φίλοι)
Τελμ.
-Dawk.
Kόρες γερένισσες
(Φιλενάδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
αγαπητικός :2, αρκαντάσης, ντόστης