ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερένης (ουσ. αρσ.) γερένος [ʝeˈrenos] Φάρασ. γερέν [ʝeˈren] Ουλαγ. Θηλ. γερένισσα [ʝeˈrenisa] Σίλ. γερέντσ̑α [ʝeˈrentʃa] Φάρασ. Πληθ. γερένια [ʝeˈreɲa] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. yaren = στενός φίλος.
1. Φίλος ό.π.τ. : Aς γενούμ' γερένια (Ας γίνουμε φίλοι) Τελμ. -Dawk. Kόρες γερένισσες (Φιλενάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. αγαπητικός :2, αρκαντάσης, ντόστης
2. Εραστής Φάρασ. Συνών. αγαπητικός :3