μάχος
(ουσ. αρσ.)
μάχος
[ˈmaxos]
Αξ., Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. μάχος (βλ. LBG).
Εχθρός
ό.π.τ.
:
Ετό άρωπος μάχος μ' έν'
(Αυτός ο άνθρωπος είναι εχθρός μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αντής, ντουσμάνος, οχτρός, τασίπης :2