μαχαλιώτης
(ουσ. αρσ.)
μαχαλιώτης
[maxaˈʎotis]
Σινασσ.
Από το ουσ. μαχαλάς και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης.
Ο κάτοικος μιας συνοικίας
Συνών.
μαχαλαΐτης
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025