ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχαίρι (ουσ. ουδ.) μαχαίρ' [maˈçer] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. μασ̑αίρι [maˈʃeri] Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. μασ̑αίρ' [maˈʃer] Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ. μαγαίρ' [maˈʝer] Ουλαγ. μααίρ' [maˈer] Ουλαγ. Από το αρχ. ουσ. μαχαίριον.
Μαχαίρι ό.π.τ. : Μαχαιριού λάβος (Λαβή μαχαιριού) Σινασσ., Αξ. -Αρχέλ. Χασάπης ακονίζ̑' τα μαχαίρια, γούλτω με (Ο χασάπης ακονίζει τα μαχαίρια, σώσε με) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πάνου από την παρκαμίνα είχαμε ράφι και βάναμε τα μαχαίρε μας (Πάνω από το τζάκι είχαμε ράφι και βάζαμε τα μαχαίρια μας) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Σεράντα μαχαίρια γκρεύεις, γιόξα σεράνdα αλόγατα γκρεύεις; (Θέλεις σαράντα μαχαίρια, ή θέλεις σαράντα άλογα;) Τελμ. -Dawk. Του κορίτσ̑' μι ντου μαχαίρ' έκοψι του τσ̑ιράγι τ' (Το κορίτσι με το μαχαίρι έσφαξε τον υπηρέτη του) Μισθ. -Dawk. Αdελφή, τα μαχαίρια τσ̑αλι̂νdι̂́ζουν, να με φάξουν (Αδελφή, τα μαχαίρια ακονίζουν, να με σφάξουν) Γούρδ. -Dawk. Ότις πιένει μασ̑αίρι, 'α κοπούν τα σ̑έρε του (Όποιος πιάνει μαχαίρι, θα κοπούν τα χέρια του) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. 'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μο τo ραβδία τζαι μο τo μαχαίρι τζαι μο τo ξύα 'γνένdα μου (Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = Ματθ. 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με) Φάρασ. -Lag. Ναίκα τ’ φερίσ̑κει ομπρό τ’ παιδιού τ’ το τζιγιέρ’ και χερίβος παίρ’ το μαχαίρ’ να το κόψει (Η γυναίκα του φέρνει μπροστά του του παιδιού του το πνευμόνι και ο άντρας παίρνει το μαχαίρι να το κόψει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Θέκουν σου παιδιού το τσόπλια κι ένα κλειστό μαχαίρ' (Βάζουν στην τσέπη του παλληκαριού και ένα κλειστό μαχαίρι, ενν. ως γητεία κατά του δεσίματος) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Φυάκνουμε τον τόπα μας μο τα σ̑έρε μας, μο τα τ͑ουφάνκ͑ε μας τζ̑αι μο τα μασ̑αίρε μας (Φυλάμε τον τόπο μας με τα χέρια μας, με τα τουφέκια μας και με τα μαχαίρια μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Το μασ̑αίρ' έφτασε σο γουργούρι (Το μαχαίρι έφτασε στο λαιμό˙ φθάσαμε στο έσχατο σημείο μιας κατάστασης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μαχαίρ' ήλαχε στο γκεμίκ' (Το μαχαίρι άγγιξε στο κόκκαλο˙ το ίδιο) -Μαυρ.-Κεσ. Απ' εδώ μαχαίρ', απ' εκεί κρεμός (Από δω μαχαίρι, από εκεί γκρεμός˙ μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, για αδιέξοδες καταστάσεις) Σινασσ. -Αρχέλ. Λαχτώ μαχαίρ' (Μπήγω μαχαίρι˙ μαχαιρώνω) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Το μασ̑αίρι τ' άβιν του τζ̑ο πελεκά (Το μαχαίρι την λαβή του δεν την πελεκάει˙ Κανείς δεν βλάπτει δικό του άνθρωπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του κόφτει το μασ̑αίρ' αρούται, του κόφτει η γουώσσα τζ̑ο αρούται (Ό,τι κόβει το μαχαίρει θεραπεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δεν θεραπεύεται˙ Τα κακά λόγια είναι πιο επικίνδυνα από τις κακές πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μασ̑αίρι σ' έν' γκεσκίνι, κόφτει τσ̑αι στα δύο τα μερόθες (Το μαχαίρι σου είναι κοφτερό, κόβει κι από τις δύο μεριές˙ Κολακεία προς ισχυρούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ιφλάχι :1, καραμνίς, λάβι