μαυροκεφάλης
(επίθ.)
μαυροκιφάλ’ς
[mavrociˈfals]
Αραβ.
Από το επίθ. μαύρος, το ουσ. κεφάλι και το παραγωγ. επίθμ. -ης. Πβ. επίθ. μαυροκέφαλο = ζώο με μαύρο τρίχωμα στο κεφάλι Καλαβρ.
Συνθηματ., ο Τσερκέζος
Πβ.
ασπροκέφαλος