μαυράδα
(ουσ. θηλ.)
μαυράδα
[maˈvraða]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. μαυράδα. Η λ. και στον Βλάχ.
Μαύρο στίγμα ή σημάδι
Συνών.
μαυρίδι