ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ματιάζω (ρ.) ματιάζω [maˈtçazo] Σινασσ., Τροχ. Μεσν. ρ. ματιάζω = κοιτάζω, το οπ. από το ουσ. μάτι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε.
Ματιάζω, βασκαίνω ό.π.τ. : Αν καταλάβ’ μιά ναίκα το ματιάζ’ το παιδί, αγαπά το και φτύν’ το σο στόμα (Αν καταλάβει μιά γυναίκα ότι το ματιάζει το παιδί, το φιλά και το φτύνει στο στόμα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. λαλώ