ματιάζω
(ρ.)
ματιάζω
[maˈtçazo]
Σινασσ., Τροχ.
Μεσν. ρ. ματιάζω = κοιτάζω, το οπ. από το ουσ. μάτι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε.
Ματιάζω, βασκαίνω
ό.π.τ.
:
Αν καταλάβ’ μιά ναίκα το ματιάζ’ το παιδί, αγαπά το και φτύν’ το σο στόμα
(Αν καταλάβει μιά γυναίκα ότι το ματιάζει το παιδί, το φιλά και το φτύνει στο στόμα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
λαλώ