μάταρα
(ουσ. αρσ.)
μάταρα
[ˈmatara]
Μισθ.
μα̈́ταρα
[ˈmætara]
Μισθ.
ματα̈ρα
[ˈmatæra]
Μισθ.
ματράς
[maˈtras]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. matara = παγούρι, όπου και τύπ. matra (Tietze 2018, λ. matara). Για τον τύπ. αρσ. ματράς πβ. νεότ. ουσ. ματαράς = δοχείο νερού ή κρασιού (Mackridge 2021: 81).
Παγούρι
ό.π.τ.
:
Δου μα̈́ταρα χέκιξάν ντου σα πλεφρόϊα απέσ', κρέμαναν μι δου ράμμα
(Το παγούρι το έβαζαν μέσα στο πηγάδι, το κρέμαγαν με το σκοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μι δου μπλούζα σας τουχά αχτσ̑ά στράγγιζειτ' δου μάτα̈ρα, στράγγιζιτ' να φύιν δα τσ̑ίρτια, δα τσ̑ίρτια να πομούν σου μπλούζα σας κι πγίνιξιτ' απ' του λερό
(Mε την μπλούζα σας έτσι στραγγίζατε το παγούρι, στραγγίζατε να φύγουν τα σκουπιδάκια, τα σκουπιδάκια να απομείνουν στη μπλούζα σας και πίνατε από το νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βουτόκκο :1, παγρί, χαραμπάς