ματχάπι
(ουσ. ουδ.)
ματχάπι
[maˈtxapi]
Φάρασ.
μακ-κάπι
[maˈk:api]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. matkap = τρυπάνι. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. ματικάπι.