μαυρίδα
(ουσ. θηλ.)
μαυρίδα
[maˈvriða]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. μαυρίδα (Λεξ. Σομ., λ. μαυριά), το οπ. από το ουσ. μαυρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Μαυρίλα
Συνών.
καραλτούς, μαυρίδι :1, μαύρος