ματιά
(ουσ. θηλ.)
ματσ̑ά
[maˈtʃa]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ματιὰ (πβ. Δαπόντ. Κῆπ. Χαρ. 16.1311 «ἐγύρισε, τῆς ἔδωκε μιὰ θλιβερὴ ματιά του», το οπ. από το ουσ. μάτι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.