μαστικίτσα
(ουσ. θηλ.)
μαστσ̑ικίτσ̑α
[mastʃiˈcitʃa]
Αραβαν.
Από το ουσ. μαστίχα, όπου και τύπ. μαστσ̑ίκα, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Μαστιχόχορτο, είδος χόρτου που τρώγεται από μηρυκαστικά ζώα