μασκάλη
(ουσ. θηλ.)
μασκάλη
[maˈskali]
Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
μασκάλ'
[maˈskal]
Αξ.
αμασχάλη
[amaˈsxali]
Σινασσ.
Aπό το αρχ. ουσ. μασχάλη. Οι τύπ. μασκάλη, αμασχάλη ήδη μεσν. (Λεξ. Κριαρ. Επιτ.)
1. Μασχάλη
Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
:
Α-Γιώρη μου σύφτα κι έλα, αυλάκι δε χωρώ και μασκάλην δεν κρυβιέμαι
(Άη Γιώργη μου πρόφτασε κι έλα, σε αυλάκι δεν χωρώ και σε μασχάλη δεν κρύβομαι, ενν. για να γλυτώσω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τα δύο σ̑αμανικά 'ς α μασκάλη τζ̑ο χωρούνε
(Τα δυο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωράνε˙ δεν μπορεί κανείς να κάνει δύο εργασίες ή να αναλάβει δύο ευθύνες ταυτόχρονα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα (Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κολτούκι :1, κόρφος
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίdζα (Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κολτούκι :1, κόρφος
3. Ειδικότ., αγκαλιά από θερισμένα στάχυα
Αξ.
:
Ξέβαλεν ασ' το φκόν' ενα μασκάλ' κ'σάρια
(Έβγαλε από την θημωνιά μιαν αγκαλιά κριθάρια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγκάλι, κολτούκι :4, κοτσάκι