ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασκάλη (ουσ. θηλ.) μασκάλη [maˈskali] Σίλ., Τελμ., Φάρασ. μασκάλ’ [maˈskal] Αξ. αμασχάλη [amaˈsxali] Σινασσ. Aπό το αρχ. ουσ. μασχάλη. Οι τύπ. μασκάλη, αμασχάλη ήδη μεσν. (Λεξ. Κριαρ.)
1. Μασχάλη Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. : Αι-Γιώρη μου, σύφτα κι έλα, αυλάκι δε χωρώ και μασκάλην δεν κρυβιέμαι (Αι-Γιώργη μου, πρόφτασε κι έλα, σε αυλάκι δεν χωρώ και σε μασχάλη δεν κρύβομαι, ενν. για να γλυτώσω από τον Τούρκο που με κηνυγά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τα δύο σ̑αμανικά 'ς α μασκάλη τζ̑ο χωρούνε (Τα δυο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωράνε˙ δεν μπορεί κάποιος να ολοκληρώσει ταυτόχρονα με επιτύχια δυο εργασίες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαgαματίτζα
(Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη
και στο δεξί σου το βυζί μικρή δαγκωματιά)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. κολτούκι :1, κόρφος :3
2. Αγκαλιά Αξ. Συνών. αγκάλι :1, κόρφος :1, κοτσάκι :1
3. Ειδικότ., αγκαλιά από θερισμένα στάχυα Αξ. : Ξέβαλεν ασ' το φκόν' ενα μασκάλ’ κ'σάρια (Έβγαλε από την θημωνιά μιαν αγκαλιά κριθάρια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγκάλι :2, κολτούκι :4, κοτσάκι :3