μασαλτζής
(ουσ. αρσ.)
μασαλτζής
[masalˈdzis]
Μισθ.
μασαλτσής
[masalˈtsis]
Σινασσ.
μεσελτζής
[meselˈdzis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. masalcı = α) παραμυθάς β) ψεύτης.