μασιά
(ουσ. θηλ.)
μασιά
[masˈça]
Γούρδ., Τροχ.
μασ̑ά
[maˈʃa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
Αρσ.
μασ̑άς o
[maˈʃas]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. μασιά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. maşa.
Mασιά, πυράγρα
ό.π.τ.
:
Πααίν’gιν νά πάρει αν τσιλίδι μο τη μασ̑ά
(Πήγαινε να πάρει ένα καρβουνάκι με την μασιά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Πότε έν’ μασ̑-σ̑ά τα χέρια ζ’ με τα κάφτεις
(Αφού υπάρχει μασιά, τα χέρια σου μη ταν καις˙ μη ριψοκινδυνεύεις, όταν μπορείς να αποφύγεις τον κίνδυνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γκελμπερί, ερσίνι :1, κουσαγκού, ξύστρο :3, χαρτσικάτ