ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασκαράς (ουσ. αρσ.) μασκαράς [maskaˈras] Αξ., Αραβαν. μασχαράς [masxaˈras] Φάρασ. μασqαρά [masqaˈra] Φλογ. Πληθ. μασκαράροι [maskaˈrari] Σίλ. μασκαράδια [maskaˈraðʝa] Φλογ. Θηλ. μασκαράσα [maskaˈrasa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. μασκαρᾶς = απατεώνας (< βεν. mascara). Πβ. και τουρκ. maskara (< αραβ. masḫara(t) = γελοιότητα, γελωτοποιός), όπου και διαλεκτ. τύπ. mashara.
1. Μασκαράς, μεταμφιεσμένος για τις Απόκριες Σίλ., Φλογ. : Μασκαράδια κάνισ̑καμ', άλλο φόρ'νεν μουτσούνες, άλλο μαύριζεν το πρόσωπό τ' (Ντυνόμαστε μασκαράδες, άλλος φόραγε μάσκα, άλλος μαύριζε το πρόσωπό του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. καρναβάλι, μουτσούνα :2
2. Μτφ., γελοίος, περίγελως, εξευτελισμένος ό.π.τ. : Για να την ποίκει πιο πολύ μασκαράσα στον κόσμο, πρόσταξε να βγάλει τα τουβάχια της (Για να την κάνει πιο πολύ περίγελω του κόσμου, πρόσταξε να βγάλει τα πέπλα της) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Ποίκαν με μαΐλ μασqαρά (Με έκαναν εντελώς μασκαρά˙ με κορόιδεψαν, με ενέπαιξαν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Του 'ηρανέσκει ο λύκος, 'ίνεται του στσ̑ύλου ο μασχαράς (Όταν γεράσει ο λύκος, γίνεται του σκυλιού ο μασκαράς˙ όταν χάνει κάποιος τις δυνάμεις του γίνεται περίγελως εκείνων που κάποτε ήταν πιο αδύναμοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λύκος ’τον γηράσ̑’, νιέται τ’ σ̑κυλιού μασκαράς (Όταν γεράσει ο λύκος, γίνεται περίγελως του σκύλου˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑κυλιού το μασκαράς μη νίσ̑κεσαι (Μη γίνεσαι περίγελως του σκύλου˙ μην επιτρέπεις να σε περιγελούν κατώτεροί σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αναγέλασμα, κεπαζές