ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουτσούνα (ουσ. θηλ.) μουτσούνα [muˈtsuna] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ. Πληθ. μούτζουλες [ʹmudzules] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μουσούνα, ουδ. μούτσουνον (< ιταλ. musone).
1. Προσωπίδα, μάσκα ό.π.τ. : Μασκαράδια κάνισ̑καμ', άλλο φόρ'νεν μουτσούνες, άλλο μαύριζεν το πρόσωπό τ' (Ντυνόμαστε μασκαράδες, άλλος φόραγε μάσκα, άλλος μαύριζε το πρόσωπό του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Μασκαράς αποκριάτικος Ανακ., Φλογ. : Νισ̑κότανdε μουτσούνες (Γίνονταν μασκαράδες, ενν. τις Απόκριες) Ανακ. -Κωστ.Α.