μουχλιάζω
(ρ.)
μουχλιάζω
[muxˈʎazo]
Γούρδ., Σινασσ.
μουχ̇ιάζω
[muxiazo]
Σίλ.
Αόρ.
μούχλιασα
[ʹmuxʎasa]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. μοχλιάζω. Ο τύπ. μουχλιάζω νεότ.
Mουχλιάζω
ό.π.τ.
:
Μούχ̇ιάσ̑ι τζυρί μου
(Μούχλιασε το τυρί μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα παξιμάρια μούχλιασαν
(Τα παξιμάδια μούχλιασαν)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Ασμ.
Την έδωκαν κι ένα σκυλί κι εκείνο λυσσαγμένο
Την έδωκαν και δυό ψωμιά κι εκείνα μουχλιασμένα (Της ἐδωσαν κι ένα σκυλί κι εκείνο λυσσασμένο
Της έδωσαν και δυό ψωμιά κι εκείνα μουχλιασμένα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. καρτσάζω :1, κιουφλεντίζω
Την έδωκαν και δυό ψωμιά κι εκείνα μουχλιασμένα (Της ἐδωσαν κι ένα σκυλί κι εκείνο λυσσασμένο
Της έδωσαν και δυό ψωμιά κι εκείνα μουχλιασμένα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. καρτσάζω :1, κιουφλεντίζω