ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχευμένος (επίθ.) μουσ̑εμένος [muʃeˈmenos] Σινασσ. Πιθ. από το διαλεκτ. ρ. μουνουχεύω = ευνουχίζω.
1. Ευνουχισμένος : || Φρ. Εγώ του λέω είμαι μουσ̑εμένος κι εκείνος με ρωτά πόσα παιδιά έχω (Εγώ του λέω είμαι ευνουχισμένος και εκείνος με ρωτάει πόσα παιδιά έχω˙ για τους ανίκανους να καταλάβουν τις δικαιολογίες των άλλων) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ανίκανος
β. Ντροπιασμένος