μουχευμένος
(επίθ.)
μουσ̑εμένος
[muʃeˈmenos]
Σινασσ.
Πιθ. από το διαλεκτ. ρ. μουνουχεύω = ευνουχίζω.
1. Ευνουχισμένος
:
|| Φρ.
Εγώ του λέω είμαι μουσ̑εμένος κι εκείνος με ρωτά πόσα παιδιά έχω
(Εγώ του λέω είμαι ευνουχισμένος και εκείνος με ρωτάει πόσα παιδιά έχω˙ για τους ανίκανους να καταλάβουν τις δικαιολογίες των άλλων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Ανίκανος
β.
Ντροπιασμένος