μουχούρι
(ουσ. ουδ.)
μουχούρι
[muˈxuri]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μουχούρ'
[muˈxur]
Μισθ., Τσαρικ.
μϋχΰρ
[myˈçyr]
Δίλ., Μισθ.
μο̈χΰρ
[møˈçyr]
Φερτάκ., Φλογ.
μεχΰρ
[meˈçyr]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. mühür, όπου και διαλεκτ. τύπ. möhür = α) σφραγίδα β) στάμπα. Πβ. ποντ. μεχίριν = σφραγίδα.
1. Σφραγίδα
ό.π.τ.
:
Του βασιλό το μουχούρι
(Του βασιλιά η σφραγίδα)
Φάρασ.
-Dawk.
Μϋχΰρ έχ' ντου φιρμάν'
(Το φιρμάνι έχει σφραγίδα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Πατούν το μουχούρι
(Πατούν την σφραγίδα˙ Σφραγίζουν. Πβ. τουρκ. <em>mühür basmak</em> = πατώ σφραγίδα, σφραγίζω.)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.