ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχούρι (ουσ. ουδ.) μουχούρι [muˈxuri] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. μουχούρ' [muˈxur] Μισθ., Τσαρικ. μϋχΰρ [myˈçyr] Δίλ., Μισθ. μο̈χΰρ [møˈçyr] Φερτάκ., Φλογ. μεχΰρ [meˈçyr] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. mühür, όπου και διαλεκτ. τύπ. möhür = α) σφραγίδα β) στάμπα. Πβ. ποντ. μεχίριν = σφραγίδα.
1. Σφραγίδα ό.π.τ. : Του βασιλό το μουχούρι (Του βασιλιά η σφραγίδα) Φάρασ. -Dawk. Μϋχΰρ έχ' ντου φιρμάν' (Το φιρμάνι έχει σφραγίδα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Πατούν το μουχούρι (Πατούν την σφραγίδα˙ Σφραγίζουν. Πβ. τουρκ. <em>mühür basmak</em> = πατώ σφραγίδα, σφραγίζω.) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Στάμπα Πβ. φραΐζω, φραϊστό, φροϊστήρι, Συνών. βούλα :1