βούλα (I)
(ουσ. θηλ.)
βούλα
[ˈvula]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. βούλλα (< λατιν. bulla = φυσαλίδα).
2. Κηλίδα, λεκές
Αξ., Μισθ.
:
'κόνα τσ̑απουγά κάην, μποίκιν ένα βούλα τσ̑απουγά καμένο
(Η εικόνα σε αυτήν την πλευρά κάηκε, έκανε μιά βούλα αποδώ σαν καμένο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ένα βούλα τόπος
(Μιά κουκκίδα τόπος˙ ελάχιστος τόπος)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ρύπος