ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούλα (I) (ουσ. θηλ.) βούλα [ˈvula] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Μεσν. ουσ. βούλλα (< λατιν. bulla = φυσαλίδα).
1. Σφραγίδα ό.π.τ. Συνών. μουχούρι, Πβ. φροϊστήρι
2. Κηλίδα, λεκές Αξ., Μισθ. : 'κόνα τσ̑απουγά κάην, μποίκιν ένα βούλα τσ̑απουγά καμένο (Η εικόνα σε αυτήν την πλευρά κάηκε, έκανε μιά βούλα αποδώ σαν καμένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Ένα βούλα τόπος (Μιά κουκκίδα τόπος˙ ελάχιστος τόπος) -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ρύπος