ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόσκω (ρ.) βόσκω [ˈvosko] Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φκόσ. Αρχ. ρ. βόσκω. Η λ. κυρίως σε άσμ.
1. Μτβ., βόσκω ό.π.τ. : || Ασμ. Ως τ’ άκουσε κι ο Πορφυλής αρνιοβοοκός και βγήκε
Βόσκει τα, παραβόσκει τα ’κατό δρόμους τα βγάζει
(Όταν το άκουσε ο Πορφύρης, έγινε αρνοβοσκός και βγήκε (να βοσκήσει)
Τα βόσκει (τα αρνιά), τα παραβόσκει, τα βγάζει σε εκατό δρόμους)
Ανακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. βοσκίζω
2. Αμτβ., μτφ., περιφέρομαι, γυρίζω Αραβαν. : Ασ' ταχύ ωσαργά βόσ̑κεις και κείσαι (Από το πρωί συνεχώς περιφέρεσαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. βοσκίζω, γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθογυρίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1