βόσκω
(ρ.)
βόσκω
[ˈvosko]
Ανακ., Αραβαν., Τελμ., Φκόσ.
Αρχ. ρ. βόσκω. Η λ. κυρίως σε άσμ.
1. Μτβ., βόσκω
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ως τ’ άκουσε κι ο Πορφυλής αρνιοβοοκός και βγήκε
Βόσκει τα, παραβόσκει τα ’κατό δρόμους τα βγάζει (Όταν το άκουσε ο Πορφύρης, έγινε αρνοβοσκός και βγήκε (να βοσκήσει)
Τα βόσκει (τα αρνιά), τα παραβόσκει, τα βγάζει σε εκατό δρόμους) Ανακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. βοσκίζω
Βόσκει τα, παραβόσκει τα ’κατό δρόμους τα βγάζει (Όταν το άκουσε ο Πορφύρης, έγινε αρνοβοσκός και βγήκε (να βοσκήσει)
Τα βόσκει (τα αρνιά), τα παραβόσκει, τα βγάζει σε εκατό δρόμους) Ανακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. βοσκίζω
2. Αμτβ., μτφ., περιφέρομαι, γυρίζω
Αραβαν.
:
Ασ' ταχύ ωσαργά βόσ̑κεις και κείσαι
(Από το πρωί συνεχώς περιφέρεσαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
βοσκίζω, γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθογυρίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1