βοσκιός
(ουσ. αρσ.)
βοσκιός
[voˈscos]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. βοσκός, με ουράνωση αναλογ. από τον πληθ. βοσκοί.
Βοσκός
Συνών.
βοσκέρης, πιστικός :1, τσομπάνος