ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βοριστήρι (ουσ. ουδ.) βολιστήρι [voliˈstiri] Ανακ., Σίλατ. β'λοστήρ' [vlοˈstir] Σίλατ., Σινασσ. αβ'λοστήρ' [avloˈ stir] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. β’ριστιέρι [vrisˈtçeri] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. β'ρισκέρι [vriˈsceri] Φάρασ. Από το ρ. βορίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τήρι (Κωστάκης 1963: 352). Ο τύπ. βολιστήρι κ.τ.ό. με ανομ. υγρών. Ο τύπ. βολιστήρι και Βιθυν. Πβ. βορίζω
1. Αγροτικό εργαλείο, πιρούνα με τέσσερα δόντια για το λίχνισμα Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : Βορίσκαν τα μο το βριστιέρι, κοσ̑ινίσκαν τα μο το λβάρι, υστέρου μο το δερμάτι νο βκάουν το κεσμούκι (Τα λίχνιζαν με το λιχνιστήρι, τα κοσκίνιζαν με το κόσκινο, ύστερα με το δερμόνι να βγάλουν τα σκύβαλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιαμπάς :1, λικμετήρι
2. Μεγάλο δερμάτινο κόσκινο για τον καθαρισμό του σιταριού από τα άχυρα, μετά το λίχνισμα Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. Συνών. αδροκόσκινο, λβάρι, σήστρο