γιαμπάς
(ουσ. αρσ.)
γιαbάς
[ʝaˈbas]
Σινασσ.
γιαbά
[ʝaˈba]
Ανακ., Ουλαγ.
γιαπάς
[ʝaˈpas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. yaba = δικράνι.
Συνών.
κουρέκι