ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμπλάκης (ουσ. αρσ.) γιαμπλάκης [ʝaˈblacis] Σινασσ. γιαπλάκης [ʝaˈplacis] Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. ablak, όπου και διαλεκτ. τύπ. aplak = α) παχουλός β) ως διαλεκτ. σημ., ωραίος. Οι τύπ. για- με ανάπτυξη ευφων. αρκτ. [ʝ].
Ωραίος, αμούστακος νέος
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024