γιαμπλάκης
(ουσ. αρσ.)
γιαμπλάκης
[ʝaˈblacis]
Σινασσ.
γιαπλάκης
[ʝaˈplacis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. ablak, όπου και διαλεκτ. τύπ. aplak = α) παχουλός β) ως διαλεκτ. σημ., ωραίος. Οι τύπ. για- με ανάπτυξη ευφων. αρκτ. [ʝ].
Ωραίος, αμούστακος νέος